στεκούμενος
Προφορά
Ετυμολογία
στεκούμενος μτχ. ενεστ. του στέκομαι
Ερμηνεία
στεκούμενος
✦ -η, -ο κ. στεκούμενος, -η, -ο επίθ. στάσιμος, ακίνητος: στεκάμενα νερά (τα λιμνάζοντα)
✦ (για γέροντες) που κρατιέται καλά, γερός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–