στείρωση


στείρωση
Προφορά

Ετυμολογία
στείρωση μεταγενέστερη ελληνική στείρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στείρωση

✦ στειροποίηση
✦ η κατάσταση του στείρου, ανικανότητα για τεκνοποιία ή παραγωγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.