στείρος


στείρος
Προφορά

Ετυμολογία
στείρος αρχαία ελληνική στεῖρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στείρος -α, -ο

✦ που δε γεννά, δεν τεκνοποιεί: γυναίκα στείρα
(μτφ. ) ο μη καρποφόρος, άγονος: στείρα γη – στείρες συζητήσεις

Συνώνυμα
στέρφος ,χέρσος
Αντίθετα
γόνιμος, καρπερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.