σταφυλή


σταφυλή
Προφορά

Ετυμολογία
σταφυλή αρχαία ελληνική σταφυλή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σταφυλή

✦ ο καρπός του αμπελιού, σταφύλι
✦ (ανατομ.) σαρκώδης απόφυση στη μαλακή υπερώα της στοματικής κοιλότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.