σταυρωτός
Προφορά
Ετυμολογία
σταυρωτός μεσαιωνική ελληνική σταυρωτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σταυρωτός -ή, -ό
✦ που έχει σχήμα σταυρού, που γίνεται σε σχήμα σταυρού
✦ για ένδυμα, που το ένα πέτο είναι μεγαλύτερο από το άλλο ώστε κατά το κούμπωμα να καλύπτει μέρος του: σταυρωτό σακάκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σταυρωτά:ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά (Κ. Βάρναλης)