σταυροπήγιο
Προφορά
Ετυμολογία
σταυροπήγιο μεσαιωνική ελληνική σταυροπήγιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σταυροπήγιο
✦ η τοποθέτηση στα θεμέλια κτιζόμενης μονής σταυρού που εστάλη από τον Πατριάρχη προς ένδειξη ότι η μονή υπάγεται στη δικαιοδοσία του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–