σταυροκοπιέμαι


σταυροκοπιέμαι
Προφορά

Ετυμολογία
σταυροκοπιέμαι σταυρός + κατάλ. -κόπτω

Ερμηνεία
ρήμα σταυροκοπιέμαι

✦ κάνω πολλές φορές το σημείο του σταυρού: σταυροκοπήθηκε μεγαλόπρεπα, ανασπάστηκε τα κονίσματα (Μ. Καραγάτσης)
✦ εκπλήσσομαι, απορώ: Κύριε των Δυνάμεων! φώναξαν όλοι και σταυροκοπήθηκαν (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.