σταυροδρόμι
Προφορά
Ετυμολογία
σταυροδρόμι σταυρός + δρόμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σταυροδρόμι
✦ σημείο όπου διασταυρώνονται δύο ή περισσότεροι δρόμοι
✦ (μτφ. ) χώρος στον οποίον συναντώνται και ασκούν επιδράσεις διαφορετικοί πολιτισμοί, θρησκείες κτλ.: η Ελλάδα είναι στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης – θα πρέπει να μετατοπίσουμε την Ελλάδα μας από το σταυροδρόμι που θέλησε η μοίρα της να είναι (Γ. Σεφέρης)
✦ (μτφ. ) για χρονικό σημείο κρίσιμο για την εξέλιξη καταστάσεως, για αποφασιστικές επιλογές: οι απεργοί βρίσκονται σε κρίσιμο σταυροδρόμι· η εμμονή στις κινητοποιήσεις δεν ωφελεί και η λύση της απεργίας θεωρείται ήττα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–