σταυροαναστάσιμος
Προφορά
Ετυμολογία
σταυροαναστάσιμος μεσαιωνική ελληνική σταυρο-αναστάσιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σταυροαναστάσιμος -η, -ο
✦ ο αναφερόμενος στο σταυρικό θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού: σταυροαναστάσιμα τροπάρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–