σταυρεπικονίαση
Προφορά
Ετυμολογία
σταυρεπικονίαση σταυρός + επικονίαση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σταυρεπικονίαση
✦ επικονίαση κατά την οποία ο γαμέτης προέρχεται από διαφορετικό φυτικό άτομο: στη σταυρεπικονίαση η γύρη μεταφέρεται με τον άνεμο ή τα έντομα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–