στανικός


στανικός
Προφορά

Ετυμολογία
στανικός στανιό

Ερμηνεία
επίθετο┘ στανικός -ή, -ό

✦ που γίνεται με τη βία, με το ζόρι, αναγκαστικός: τα λόγια της τη γλίτωσαν απ’ την Τουρκιά και το στανικό μισεμό (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
θεληματικός
Επιρρήματα
στανικά κ.στανικώς:έστειλε να φέρουν στανικώς τον Επίσκοπο (Π. Πρεβελάκης) – ο αγάς… άρπαξε στανικώς την κόρη (Π. Πρεβελάκης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.