σταμπαρισμένος


σταμπαρισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
σταμπαρισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος σταμπάρω

Ερμηνεία
σταμπαρισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (με αρνητ. σημ.) γνωστός για θεωρούμενη αρνητική ιδιότητα ή για παράπτωμα, σεσημασμένος: σταμπαρισμένος κλέφτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.