σταμνοστάτης
Προφορά
Ετυμολογία
σταμνοστάτης στάμνα + ίστημι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σταμνοστάτης
✦ τεχνητό κοίλωμα στον τοίχο ή ειδικό έπιπλο όπου τοποθετείται γερτή η στάμνα για ευκολότερη λήψη του νερού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–