σταματώ


σταματώ
Προφορά

Ετυμολογία
σταματώ μεσαιωνική ελληνική σταματῶ

Ερμηνεία
ρήμα σταματώ -άς, -ά

✦ παύω να προχωρώ, στέκομαι: σταμάτα εκεί που βρίσκεσαι
✦ παύω να λειτουργώ: σταμάτησε το ρολόι – η μηχανή
✦ (για λειτουργίες του οργανισμού): σταμάτησε η καρδιά του – σταμάτησε το μυαλό μου – φρ. σταματά ο νους του ανθρώπου, μένει κάποιος κατάπληκτος
✦ (για φυσικά φαινόμενα): σταμάτησε να βρέχει – να χιονίζει
✦ (ειδ.) παύω να μιλώ, σωπαίνω: σταμάτα επιτέλους, ζαλίστηκα
✦ (μτβ.) κάνω κάποιον να παύσει οριστικά ή προσωρινά κίνηση, λειτουργία, ενέργεια κτλ.: τον σταμάτησε η αστυνομία – με σταμάτησε στο δρόμο για να με συγχαρεί
✦ (μτβ.) ανακόπτω, αναχαιτίζω: μόλις πήγαν να περάσουν τα σύνορα, τους σταματήσανε
✦ (για δρόμο) φτάνω, οδηγώ ως ένα σημείο: το μονοπάτι σταματά στην άκρη του γκρεμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.