σταλιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
σταλιάζω βλ. σταλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σταλιάζω
✦ σταλίζω (βλ. λ.) : τα ζωντανά σταλιάζουνε κοντά στα δέντρα (Π. Πρεβελάκης)
✦ μένω ακούσια ή αναγκαστικά για πολλή ώρα σε κάποιο τόπο, ξεροσταλιάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–