σταλιά
Προφορά
Ετυμολογία
σταλιά στάλα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σταλιά
✦ στάλα, σταγόνα
✦ φρ. μια σταλιά, ελάχιστη ποσότητα κ. με επιθετ. σημ.: μια σταλιά ησυχία, λίγη ησυχία – μια σταλιά άνθρωπος, μικρόσωμος άνθρωπος· κ. με επιρρημ. σημ.: βάστα τον… μια σταλιά! Δε σας προφταίνω (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–