σταλαγμίτης


σταλαγμίτης
Προφορά

Ετυμολογία
σταλαγμίτης αρχαία ελληνική └ουσ┘ σταλαγμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σταλαγμίτης

✦ πέτρωμα που σχηματίζεται στα σπήλαια από την πτώση σταγόνων του νερού, και αναπτύσσονται στο δάπεδο του σπηλαίου προς τα πάνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.