σταλίκι


σταλίκι
Προφορά

Ετυμολογία
σταλίκι όψιμο μεσαιωνική ελληνική σταλίκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σταλίκι

✦ κοντάρι που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να κατευθύνουν τη βάρκα στα ρηχά νερά: μονόξυλο με το μακρύ σταλίκι (Μ. Μαλακάσης)
✦ πάσσαλος ή πέτρα που τοποθετείται στο έδαφος, για να χρησιμεύει ως σημάδι, ως ορόσημο: πού οι δρόμοι και τα σταλίκια που ‘βαλε ο άνθρωπος; (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.