σταλίζω


σταλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σταλίζω μεταγενέστερη ελληνική σταλίζομαι

Ερμηνεία
ρήμα σταλίζω

✦ (για βοσκήματα) αναπαύομαι το μεσημέρι σε σκιερό τόπο
✦ (μτβ.) οδηγώ τα κοπάδια στη σταλίστρα
✦ (συνεκδ.) μένω σε τόπο προφυλαγμένον από τις καιρικές αλλαγές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.