σταλάζω


σταλάζω
Προφορά

Ετυμολογία
σταλάζω μεταγενέστερη ελληνική σταλάζω

Ερμηνεία
ρήμα σταλάζω

✦ πέφτω σε σταγόνες, στάλα στάλα: σταλάζει η πρωινή δροσιά από κάθε φύλλο του κήπου (Τ. Παπατσώνης)
✦ αφήνω κάτι να πέσει σε σταγόνες: δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) εμφυσώ σε κάποιον, λίγο λίγο, ιδέα ή συναίσθημα, ενσταλάζω: ο ένας να του σταλάζει παράξενες ιδέες κι η άλλη να του φέρνει γυναίκες (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.