στακτός


στακτός
Προφορά

Ετυμολογία
στακτός αρχαία ελληνική στακτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στακτός -ή, -ό

✦ που πέφτει σε σταγόνες, σταλαχτός
✦ διυλισμένος, αποσταγμένος
✦ θηλ. στακτή ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.