στακτή


στακτή
Προφορά

Ετυμολογία
στακτή └θηλ┘ του στακτός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στακτή

✦ σταχτόνερο, αλισίβα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.