στακάτο


στακάτο
Προφορά

Ετυμολογία
στακάτο └ιταλ┘staccato (= διακεκομμένα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το στακάτο

✦ όρος και σημείο που δηλώνει ότι οι φθόγγοι πρέπει να εκτελούνται ξεχωριστά, όχι δεμένοι μεταξύ τους

Συνώνυμα

Αντίθετα
λεγκάτο
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.