σταθμός
Προφορά
Ετυμολογία
σταθμός αρχαία ελληνική σταθμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σταθμός
✦ τόπος όπου σταθμεύει κανείς
✦ στάθμευση
✦ μέρος, θέση όπου σταματούν συγκοινωνιακά μέσα
✦ τόπος όπου συγκεντρώνονται προϊόντα
✦ κτίριο και εγκαταστάσεις για την εκτέλεση ειδικής ύπηρεσίας ή τη λειτουργία οργανισμού: σταθμός χωροφυλακής – σταθμός πρώτων βοηθειών
✦ (μτφ. ) χρονικό σημείο ως αφετηρία νέας περιόδου εξελίξεων ή προσπαθειών: σταθμός στην πορεία του ελληνισμού – στην ιστορία της τέχνης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–