σταθμογράφος


σταθμογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
σταθμογράφος στάθμη + -γραφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σταθμογράφος

✦ όργανο για τον αυτόματο και συνεχή προσδιορισμό της μεταβολής της στάθμης επιφάνειας υγρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.