σταθμεύω
Προφορά
Ετυμολογία
σταθμεύω μεταγενέστερη ελληνική σταθμεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σταθμεύω
✦ σταματώ κάπου την πορεία μου για ανάπαυση, ανεφοδιασμό κτλ.
✦ οδηγώ το αυτοκίνητο και το αφήνω σε ειδικό ή κατάλληλο χώρο, παρκάρω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–