σταθμίζω


σταθμίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σταθμίζω μεταγενέστερη ελληνική σταθμίζω

Ερμηνεία
ρήμα σταθμίζω

✦ προσδιορίζω το βάρος σώματος, ζυγίζω
✦ χρησιμοποιώ τη στάθμη για να ελέγξω ή την κατακόρυφη θέση ή την οριζοντιότητα ευθείας ή επιπέδου
(μτφ. ) εκτιμώ σωστά τα πράγματα, κάνω τους υπολογισμούς μου πριν πάρω αποφάσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.