σταθμά


σταθμά
Προφορά

Ετυμολογία
σταθμά πληθ. του └ουσ┘ σταθμός

Ερμηνεία
σταθμά

✦ ουσ. τα μετάλλινα βάρη της ζυγαριάς
✦ φρ. έχει – εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά, δεν κρίνει αντικειμενικά, με το ίδιο μέτρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.