σταθεροποιητής
Προφορά
Ετυμολογία
σταθεροποιητής σταθεροποιώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σταθεροποιητής
✦ κολλοειδής ουσία η οποία προστιθέμενη σε αιωρήματα, επιβραδύνει σημαντικά ή παρεμποδίζει τελείως την καταβύθιση του αιωρήματος
✦ (ηλεκτρ.) σταθεροποιητής τάσεως, διάταξη που χρησιμεύει στην εξομάλυνση των κυματώσεων της τάσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–