σταθεροποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
σταθεροποίηση σταθεροποιώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σταθεροποίηση
✦ επίτευξη σταθερότητας
✦ (οικον.) η χρησιμοποίηση της νομισματικής, δημοσιονομικής και κάθε άλλης οικονομικής τεχνικής για την αποφυγή του πληθωρισμού και την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας
Συνώνυμα
στερέωση
Αντίθετα
αποσταθεροποίηση
Επιρρήματα
–