σταθερά


σταθερά
Προφορά

Ετυμολογία
σταθερά └θηλ┘ του επιθέτου σταθερός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σταθερά

✦ αμετάβλητη ποσότητα (αριθμός ή φυσικό μέγεθος)
✦ (μαθημ.) αριθμός εξισώσεως ανεξάρτητος από μεταβλητές
✦ θεμελιώδες χαρακτηριστικό που επιτρέπει την αναγνώριση απλού σώματος, κατάστασης, γεγονότος κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.