σταγόνα
Προφορά
Ετυμολογία
σταγόνα αρχαία ελληνική σταγών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σταγόνα
✦ ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που στάζει σε σχήμα σφαιριδίου ή επικάθεται σε επιφάνεια, σταλαματιά: ο ίδρωτας έτρεχε σε χοντρές σταγόνες από το πρόσωπό μου (Διδώ Σωτηρίου)
✦ πληθ. σταγόνες, υγρό φαρμακευτικό σκεύασμα για τα μάτια, αφτιά ή το στόμα
✦ φρ. δεν έμεινε ούτε σταγόνα, για οτιδήποτε έχει εξαντληθεί – σταγόνα στον ωκεανό, για ελάχιστη ποσότητα ενώ απαιτείται περισσότερη, ή για ασήμαντο, συγκριτικά με άλλα, γεγονός
✦ πληθ. σταγόνες, (αρχιτ.) μικρά κοσμήματα κωνικά ή κυλινδρικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–