στίχος


στίχος
Προφορά

Ετυμολογία
στίχος αρχαία ελληνική στίχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στίχος

✦ σειρά προσώπων ή πραγμάτων, γραμμή, αράδα
✦ (κυρ.) η με ορισμένο ρυθμό ή μέτρο γραμμή ποιήματος: δεκαπεντασύλλαβος στίχος – ομοιοκατάληκτοι στίχοι
✦ (τυπογρ.) η αράδα έντυπου κειμένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.