στίφος
Προφορά
Ετυμολογία
στίφος αρχαία ελληνική στῖφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στίφος
✦ πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων: μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα εκείνα τα μαινόμενα στίφη (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
αγέλη, ορδή
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–