στίξη


στίξη
Προφορά

Ετυμολογία
στίξη μεταγενέστερη ελληνική στίξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στίξη

✦ η δημιουργία στιγμάτων με οξύ όργανο
✦ (ειδ.) η δερματοστιξία, το τατουάζ
✦ (γραμμ.) ο με ειδικά σημάδια χωρισμός του γραπτού λόγου (σημεία στίξεως) σε περιόδους, προτάσεις κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.