στίμα


στίμα
Προφορά

Ετυμολογία
στίμα └ιταλ┘stima

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στίμα

✦ εκτίμηση, υπόληψη: στο χωριό του, δεν τον έχουν σε στίμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.