στέρεος


στέρεος
Προφορά

Ετυμολογία
στέρεος αρχαία ελληνική στερεός

Ερμηνεία
στέρεος

✦ -ή, -ό κ. στέρεος, -η, -ο επίθ. (Κ -ά, -όν) που έχει πυκνή σύσταση ή κατασκευή
✦ ακλόνητος, γερός
✦ (συνεκδ.) σταθερός, ισχυρός, ασφαλής
✦ ουδ. το στερεό(ν) ως ουσ. (βλ. λ.)
✦ θηλ. στερεά ως ουσ., η ξηρά, ήπειρος, στεριά
✦ (γεωμ.) στερεά γωνία, η σχηματιζόμενη από τρία ή περισσότερα επίπεδα που έχουν κοινό σημείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στερεά κ.στέρεα (Κ στερεώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.