στέλνω


στέλνω
Προφορά

Ετυμολογία
στέλνω μεσαιωνική ελληνική στέλνω

Ερμηνεία
ρήμα στέλνω

✦ φροντίζω για τη μεταφορά προσώπου, ώστε να μεταβεί κάπου: στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο με το σχολικό λεωφορείο
✦ ενεργώ, φροντίζω ώστε να πάει κάποιος κάπου με συγκεκριμένη αποστολή: ο λαός στέλνει τους βουλευτές στη Βουλή
✦ αποστέλλω κάτι με ενδιάμεσο πρόσωπο ή ανάλογη υπηρεσία: στέλνω γράμμα με το ταχυδρομείο – με ιδιωτικό ταχυδρόμο
✦ ενεργώ ώστε κάτι να φτάσει με μια κίνηση στο πρόσωπο ή τον τόπο που θέλω: έστειλε την μπάλα στα δίχτυα
✦ φρ. στέλνω στο διάβολο, διώχνω με άσχημο τρόπο

Συνώνυμα
ξαποστέλνω, δια(β)ολοστέλνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.