στέλεχος
Προφορά
Ετυμολογία
στέλεχος αρχαία ελληνική στέλεχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στέλεχος
✦ βλαστός ή κορμός φυτού
✦ ξύλινη ή μεταλλική ράβδος ως λαβή εργαλείου ή μοχλός μηχανής
✦ το κύριο σώμα διπλότυπου βιβλίου για αποδείξεις πληρωμών, εισιτήρια, λαχεία κτλ., που μένει στον εκδότη
✦ (μτφ. ) ηγετικό, σημαίνον μέλος πολιτικού κόμματος, οργανώσεως, υπηρεσίας κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–