στάχτη


στάχτη
Προφορά

Ετυμολογία
στάχτη μεσαιωνική ελληνική στάκτη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στάχτη

✦ η ύλη που απομένει από το κάψιμο ουσίας, τέφρα
✦ (βοταν.) είδος μύκητα και η σχετική αρρώστια των φυτών
✦ φρ. ρίχνω στάχτη στα μάτια, εξαπατώ επιτήδεια – φρ. στάχτη και μπούλμπερη να γίνουν όλα, ας καταστραφούν όλα (ως έκφρ. πλήρους αδιαφορίας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.