στάνη


στάνη
Προφορά

Ετυμολογία
στάνη └σλαβ┘ stan

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στάνη

✦ περιφραγμένος και στεγασμένος χώρος για την εγκατάσταση των κοπαδιών προβάτων και γιδιών, και με ειδικούς χώρους για το άρμεγμα, την παρασκευή του τυριού κτλ., ποιμνιοστάσιο, μαντρί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.