στάλος
Προφορά
Ετυμολογία
στάλος μεταγενέστερη ελληνική σταλός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στάλος
✦ τόπος όπου σταλίζει το κοπάδι
✦ η ανάπαυση των κοπαδιών το μεσημέρι
✦ μαντρί
✦ τόπος προφυλαγμένος από τις καιρικές αλλαγές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–