στάλα


στάλα
Προφορά

Ετυμολογία
στάλα σταλάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στάλα

✦ σταγόνα, σταλαγματιά: πλατιές οι στάλες πέφτουν οι μεγάλες της βροχής (Μ. Μαλακάσης)
(μτφ. ) κάτι το ελάχιστο
✦ φρ. μια στάλα, (ως επίρρ.) για λίγο: ξεκουράσου μια στάλα – στάλα στάλα, λίγο λίγο, σιγά σιγά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.