στάθμη


στάθμη
Προφορά

Ετυμολογία
στάθμη αρχαία ελληνική στάθμη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στάθμη

✦ νήμα με βαρίδι στο κάτω άκρο, το αλφάδι των οικοδόμων
✦ κάθε μέσο με το οποίο ελέγχεται η κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση γραμμής ή επιπέδου
✦ επιφάνεια υγρών που ηρεμούν
(μτφ. ) το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ορισμένη κατάσταση: χαμηλή η στάθμη της παιδείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.