στάθμευση
Προφορά
Ετυμολογία
στάθμευση σταθμεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στάθμευση
✦ διακοπή πορείας επί μικρό χρονικό διάστημα
✦ το να σταματά ένα όχημα σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο, όταν δεν κυκλοφορεί, δεν κινείται, παρκάρισμα: πρόστιμο για παράνομη στάθμευση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–