σπόρτσμαν


σπόρτσμαν
Προφορά

Ετυμολογία
σπόρτσμαν └αγγλ┘sportsman, sportswoman

Ερμηνεία
σπόρτσμαν

✦ άκλ. ουσ. θηλ. σπορτσγούμαν ο επιδιδόμενος στα σπορ
✦ ο εμφορούμενος από υγιές αθλητικό πνεύμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.