σπόντα


σπόντα
Προφορά

Ετυμολογία
σπόντα └ιταλ┘sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σπόντα

✦ η εσωτερική πλευρά σφαιριστηρίου, που αποτελείται από ελαστικό
(μτφ. ) υπαινιγμός: φρ. από σπόντα, πλαγίως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.