σπόνσορ


σπόνσορ
Προφορά

Ετυμολογία
σπόνσορ └αγγλ┘sponsor

Ερμηνεία
σπόνσορ

✦ άκλ. ουσ. κ. σπόνσορας χρηματοδότης αθλητικής ή καλλιτεχνικής εκδηλώσεως με αντάλλαγμα την έμμεση διαφήμιση ή προβολή του, χορηγός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.