σπόγγος


σπόγγος
Προφορά

Ετυμολογία
σπόγγος αρχαία ελληνική σπόγγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σπόγγος

✦ πολυκύτταρος οργανισμός που ζει στο βυθό των θαλασσών και σχηματίζει αποικίες
✦ στερεή και πορώδης μάζα που προκύπτει μετά από επεξεργασία του σκελετού των ανωτέρω ζώων, και χρησιμοποιείται στην οικιακή και ατομική καθαριότητα, σφουγγάρι
✦ κομμάτι που μοιάζει με τον φυσικό σπόγγο, αλλά είναι από πλαστική ύλη, που χρησιμοποιείται στην οικιακή και ατομική καθαριότητα
✦ κομμάτι από ύφασμα ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται, για να σβήνονται από τον μαυροπίνακα όσα έχουν γραφτεί με την κιμωλία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.