σπω


σπω
Προφορά

Ετυμολογία
σπω μεσαιωνική ελληνική σπάζω

Ερμηνεία
σπω

✦ κ. σπάνω κ. σπω κ. σπάω ρ. (έσπασα, σπασμένος) συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω
✦ φρ. σπάζω τα μούτρα μου, αποτυχαίνω στις προσπάθειές μου – σπάω στο ξύλο, δέρνω άγρια
✦ καταστρέφω, φθείρω, χαλώ
✦ βασανίζω: σπάζω το κεφάλι μου να καταλάβω τι θέλει
✦ ξεπερνώ: φρ. έσπασε ρεκόρ, πέτυχε την ανώτερη επίδοση
✦ διακόπτω: έσπασε τη σιωπή του
✦ διαλύω, παραβιάζω: έσπασε τη συμφωνία μας
✦ (αμτβ.) κομματιάζομαι, διαλύομαι
✦ (για τα κύματα) χτυπώ κάπου και διαλύομαι με θόρυβο και αφρούς: κοιτάει τα κύματα που σπάζουν στους ξερούς βράχους (Μ. Καραγάτσης)
✦ ατονώ, εξαντλούμαι: δεν μπορώ περισσότερο, έσπασα – φρ. σπάω στη δουλειά, κατεξαντλούμαι
✦ φρ. σπάω στο διάβασμα, μελετώ υπερβολικά (πρβλ. σπασίκλας)
✦ (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις σε φρ.) φρ. μου την έσπασε, με εκνεύρισε υπερβολικά, έσπασε η χολή μου, ταράχτηκα, εκνευρίστηκα – έσπασαν τα νεύρα μου, δεν αντέχω περισσότερο μια κατάσταση – σπάζω κέφι ή πλάκα, διασκεδάζω πολύ
✦ φρ. τα σπάσαμε, γλεντήσαμε
✦ βλ. κ. σπασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.